- κεκριμένως
- κεκρῐμένως, Adv., ([etym.] κρίνω)A judiciously, discreetly,
μουσικῇ χρῆσθαι Plu.2.1142c
; cf. κεκραμένως.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουσικῇ χρῆσθαι Plu.2.1142c
; cf. κεκραμένως.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεκριμένως — judiciously indeclform (adverb) κρίνω separate perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκριμένω — κεκριμένως (Α) επίρρ. σαφώς, ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκριμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κρίνω] … Dictionary of Greek